πτερνοφύλαξ

πτερνοφύλαξ
-ακος, ὁ, Μ
αυτός που παραφυλάει τη φτέρνα κάποιου για να την τσιμπήσει («ποιά τις θανατηφόρος ἔχιδνα ἤ πτερνοφύλαξ ἔχιδνα», Νικ. Χων.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτέρνη / πτέρνα + φύλαξ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”